ἐγχειρίζω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγχειρίζω:''' μελ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, παρακ. <i>-κεχείρικα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] στα χέρια κάποιου, [[εμπιστεύομαι]], <i>τι</i> ή <i>τινά τινι</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., <i>ἐγχειρίζεσθαί τι</i>, να εμπιστεύεται [[κάποιος]] ένα [[πράγμα]] σε κάποιον [[άλλο]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[αναλαμβάνω]], [[αντιμετωπίζω]] (δυσκολίες), <i>κινδύνους</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐγχειρίζω:''' μελ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, παρακ. <i>-κεχείρικα</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] στα χέρια κάποιου, [[εμπιστεύομαι]], <i>τι</i> ή <i>τινά τινι</i>, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. — Παθ., <i>ἐγχειρίζεσθαί τι</i>, να εμπιστεύεται [[κάποιος]] ένα [[πράγμα]] σε κάποιον [[άλλο]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[αναλαμβάνω]], [[αντιμετωπίζω]] (δυσκολίες), <i>κινδύνους</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγχειρίζω:''' <b class="num">1)</b> вручать, передавать, отдавать, вверять, поручать (τί и τινά τινι Her., Dem., Arst., Polyb., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> выдавать (τινά τινι Plut.): ἑαυτὸν ἐγχειρίσαι τινί Xen., Plut. отдаться в чьи-л. руки, сдаться кому-л.;<br /><b class="num">3)</b> med. принимать на себя (τοὺς κινδύνους Thuc.).
}}
}}