Anonymous

ἐγχρώζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(10)
(2)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐγχρῴζω και ἐγχρωννύω και [[ἐγχρώννυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χρίω]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) [[ἐγχρῴζομαι]]<br />α) χρωματίζομαι, [[γίνομαι]] ανεξίτηλο [[χρώμα]]<br />β) [[συνδέομαι]] [[στερεά]].
|mltxt=ἐγχρῴζω και ἐγχρωννύω και [[ἐγχρώννυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χρίω]]<br /><b>2.</b> (το παθ.) [[ἐγχρῴζομαι]]<br />α) χρωματίζομαι, [[γίνομαι]] ανεξίτηλο [[χρώμα]]<br />β) [[συνδέομαι]] [[στερεά]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγχρώζω:''' и ἐγχρώννῡμι<br /><b class="num">1)</b> окрашивать (ἡ [[λευκότης]] ἐγκέχρωσταί τινι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> запечатлевать, проникать, pass. укореняться ([[πάθος]] ἐγκεχρωσμένον τῷ βίῳ Arst.).
}}
}}