Anonymous

ἐγκατοικοδομέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκατοικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[χτίζω]], [[οικοδομώ]] σε μια [[περιοχή]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[περιτειχίζω]], [[εγκλείω]], σε Αισχίν.
|lsmtext='''ἐγκατοικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[χτίζω]], [[οικοδομώ]] σε μια [[περιοχή]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[περιτειχίζω]], [[εγκλείω]], σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκατοικοδομέω:''' <b class="num">1)</b> (в чем-л.) строить, пристраивать (φρούρια ἐπὶ τῶν καρτερῶν ἐγκατῳκοδόμηται Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> досл. застраивать, преграждать постройками, перен. лишать свободного выхода, запирать (ὁ ἀὴρ ἐν τοῖς ὠσὶν ἐγκατῳκοδόμηται Arst.; ἡ τρυφὴ ὁδὸν οὐκ ἔχουσα, ἀλλὰ ἐγκατῳκοδομημένη Plut.).
}}
}}