Anonymous

δύσνοστος: Difference between revisions

From LSJ
2
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσνοστος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> δύσκολη, θλιβερή [[επιστροφή]]<br /><b>2.</b> αυτός (ο [[τόπος]] απ' όπου δεν μπορεί να επιστρέψει [[κανείς]].
|mltxt=[[δύσνοστος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> δύσκολη, θλιβερή [[επιστροφή]]<br /><b>2.</b> αυτός (ο [[τόπος]] απ' όπου δεν μπορεί να επιστρέψει [[κανείς]].
}}
{{elru
|elrutext='''δύσνοστος:''' (о возвращении) несчастливый, роковой ([[νόστος]] Eur. - v. l. [[δύστηνος]]).
}}
}}