Anonymous

εἰσηγέομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσηγέομαι:''' Δωρ. εἰσᾱγ-, μέλ. <i>-ήσομαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> Αποθ., [[εισάγω]], [[παρουσιάζω]] μια [[συνήθεια]], [[εισηγούμαι]] [[έθιμο]], [[νεωτερίζω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[προτείνω]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>εἰσηγουμένου τινός</i>, με [[εισήγηση]], με πρότασή του, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>εἰσηγεῖσθαι τινι</i>, [[παρουσιάζω]] ένα [[θέμα]], [[μία]] [[υπόθεση]] σε κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[συσχετίζω]], [[αφηγούμαι]], [[εξηγώ]], <i>τινί τι</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''εἰσηγέομαι:''' Δωρ. εἰσᾱγ-, μέλ. <i>-ήσομαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> Αποθ., [[εισάγω]], [[παρουσιάζω]] μια [[συνήθεια]], [[εισηγούμαι]] [[έθιμο]], [[νεωτερίζω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[προτείνω]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>εἰσηγουμένου τινός</i>, με [[εισήγηση]], με πρότασή του, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> <i>εἰσηγεῖσθαι τινι</i>, [[παρουσιάζω]] ένα [[θέμα]], [[μία]] [[υπόθεση]] σε κάποιον, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[συσχετίζω]], [[αφηγούμαι]], [[εξηγώ]], <i>τινί τι</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσηγέομαι:''' ион. и староатт. [[ἐσηγέομαι]]<br /><b class="num">1)</b> вводить, учреждать, устанавливать или устраивать (τὰ περὶ τὸν Διόνυσον Ἓλλησι Her.; δημαγωγίαν Polyb.; πολυτελῆ βίον Diod.; νόμους τοῖς πολίταις Plut.);<br /><b class="num">2)</b> внушать, советовать, предлагать или убеждать (τι Thuc., Xen., Plat., Plut., περί τινος Isocr. и ποιεῖν τι Plat., Plut.): εἰ. ὡς οὐ [[χρεών]] … Thuc. доказывать, что не следует …; Πτοιοδώρου ἐσηγουμένου Thuc. по предложению Птеодора;<br /><b class="num">3)</b> представлять, вносить (ψήφισμά τι Plut.);<br /><b class="num">4)</b> разъяснять, истолковывать (τὴν τοῦ ἔρωτος δύναμίν τινι Plat.).
}}
}}