Anonymous

εἰσορμάω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσορμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εισάγω]] με [[ορμή]], με [[βία]], σε Ανθ. — Παθ., [[εισέρχομαι]] με [[ορμή]], με [[βία]] μέσα, με αιτ., σε Σοφ.
|lsmtext='''εἰσορμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εισάγω]] με [[ορμή]], με [[βία]], σε Ανθ. — Παθ., [[εισέρχομαι]] με [[ορμή]], με [[βία]] μέσα, με αιτ., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰσορμάω:''' ион. и староатт. [[ἐσορμάω]]<br /><b class="num">1)</b> силой вносить, твердой рукой вводить (Σωσίθεος εἰσώρμησε τὸν ἄρσενα Δωρίδι Μούσῃ ῥυθμόν Anth.);<br /><b class="num">2)</b> тж. med. устремляться, врываться (εἰς τόπον πρὸς Ἱππότας Plut.; τὸν [[Ἡράκλειον]] [[θάλαμον]] εἰσορμωμένη Soph.).
}}
}}