Anonymous

εἰλύω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰλύω:''' μέλ. εἰλύσω [ῡ] — Παθ., παρακ. <i>εἴλῡμαι</i>, Επικ. γʹ πληθ. [[εἰλύαται]] [ῠ], υπερσ. [[εἴλυτο]] ([[εἴλω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τυλίγω]], [[περιτυλίγω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., είμαι τυλιγμένος ή καλυμμένος, <i>νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους</i> κ.λπ., σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., επίσης [[ἰλυσπάομαι]], σέρνομαι ή [[περπατώ]] έχοντας λυγίσει σαν [[σκουλήκι]], λέγεται για [[κουτσό]] άνθρωπο, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> στον Θεόκρ. <i>εἰλυσθείς</i>, σημαίνει αυτός που έχει ανασηκωθεί, ο μαζεμένος.
|lsmtext='''εἰλύω:''' μέλ. εἰλύσω [ῡ] — Παθ., παρακ. <i>εἴλῡμαι</i>, Επικ. γʹ πληθ. [[εἰλύαται]] [ῠ], υπερσ. [[εἴλυτο]] ([[εἴλω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τυλίγω]], [[περιτυλίγω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., είμαι τυλιγμένος ή καλυμμένος, <i>νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους</i> κ.λπ., σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., επίσης [[ἰλυσπάομαι]], σέρνομαι ή [[περπατώ]] έχοντας λυγίσει σαν [[σκουλήκι]], λέγεται για [[κουτσό]] άνθρωπο, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> στον Θεόκρ. <i>εἰλυσθείς</i>, σημαίνει αυτός που έχει ανασηκωθεί, ο μαζεμένος.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰλύω:''' (ῡ) (fut. εἰλύσω; pass.: aor. εἰλύθην, pf. εἴλυμαι)<br /><b class="num">1)</b> окутывать, покрывать (τινὰ ψαμάθοισιν Hom.): βοέῃς εἰλυμένος ὤμους Hom. с бычачьей шкурой на плечах; εἰλυμένος χαλκῷ Hom. закрываясь медным щитом;<br /><b class="num">2)</b> med. волочить ноги, с трудом передвигаться (εἷρπε εἰλυόμενος ὡς [[παῖς]] Soph.).
}}
}}