Anonymous

ἐγκαθοράω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκαθοράω:'''<b class="num">I.</b> [[βλέπω]], [[παρατηρώ]] με [[προσοχή]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρατηρώ]] [[κάτι]] σε άνθρωπο ή [[πράγμα]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐγκαθοράω:'''<b class="num">I.</b> [[βλέπω]], [[παρατηρώ]] με [[προσοχή]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρατηρώ]] [[κάτι]] σε άνθρωπο ή [[πράγμα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκαθοράω:''' (fut. ἐγκατόψομαι, aor. 2 [[ἐγκατεῖδον]])<br /><b class="num">1)</b> вглядываться, всматриваться (τῷ προσώπῳ τινός Plat.);<br /><b class="num">2)</b> замечать, узнавать (τι τῷ σχήματί τινος Plut.);<br /><b class="num">3)</b> наблюдать (ἐ. καὶ διανοεῖσθαι Plat.).
}}
}}