Anonymous

εἰρηνεύω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰρηνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[φέρνω]] σε [[ειρήνη]], [[συμφιλιώνω]], [[συμβιβάζω]], σε Βάβρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[διατηρώ]] την [[ειρήνη]], ζω ειρηνικά, σε Πλάτ., Κ.Δ.
|lsmtext='''εἰρηνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[φέρνω]] σε [[ειρήνη]], [[συμφιλιώνω]], [[συμβιβάζω]], σε Βάβρ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[διατηρώ]] την [[ειρήνη]], ζω ειρηνικά, σε Πλάτ., Κ.Δ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰρηνεύω:''' <b class="num">1)</b> тж. med. жить в мире (Plat.; πρός τινα Diod., med. Arst. и [[μετά]] τινος NT);<br /><b class="num">2)</b> умиротворять (στάσιν Babr.; ἡ εἰρηνευομένη [[χώρα]] Polyb.).
}}
}}