Anonymous

δυσόριστος: Difference between revisions

From LSJ
2
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσόριστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα περιορίζεται<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δύσκολα ορίζεται.
|mltxt=[[δυσόριστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα περιορίζεται<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δύσκολα ορίζεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσόριστος:''' трудно определимый Arst.
}}
}}