Anonymous

ἐγκαναχάομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκᾰνᾰχάομαι:''' αποθ., [[δημιουργώ]], [[παράγω]] θόρυβο, <i>ἐγκ. κόχλῳ</i>, [[παράγω]] ήχο φυσώντας τον «κόχλο» (μεγάλο [[κοχύλι]]), σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐγκᾰνᾰχάομαι:''' αποθ., [[δημιουργώ]], [[παράγω]] θόρυβο, <i>ἐγκ. κόχλῳ</i>, [[παράγω]] ήχο φυσώντας τον «κόχλο» (μεγάλο [[κοχύλι]]), σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκᾰνᾰχάομαι:''' дуть, трубить (ὁ δ᾽ ἐγκαγχάοατο - v. l. ἐγκαναχησατο - κόχλῳ Theocr.).
}}
}}