Anonymous

ἐγκρύπτω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. αʹ <i>-έκρυψα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κρύβω]], [[καταχωνιάζω]] μέσα σ' ένα [[μέρος]], με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φυλάω]] κρυμμένο, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐγκρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, αόρ. αʹ <i>-έκρυψα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κρύβω]], [[καταχωνιάζω]] μέσα σ' ένα [[μέρος]], με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φυλάω]] κρυμμένο, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκρύπτω:''' прятать, скрывать (τί τινι Hom.; τι ἔν τινι Arst.): [[πῦρ]] ἐ. Arph., Arst. сохранять огонь (под пеплом).
}}
}}