Anonymous

ἐκθαρρέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκθαρρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, επιτετ. αντί [[θαρρέω]], έχω πλήρη, απόλυτη [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον, με δοτ., σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐκθαρρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, επιτετ. αντί [[θαρρέω]], έχω πλήρη, απόλυτη [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον, με δοτ., σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκθαρρέω:''' и [[ἐκθαρσέω]] преисполняться надеждой, ободряться (τοῖς πράγμασι и [[ὑπό]] τινος Plut.).
}}
}}