3,276,932
edits
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑδώλιον:''' τό ([[ἕδος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κάθισμα]], [[κυρίως]] στον πληθ., καθίσματα, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> σ' ένα [[πλοίο]], <i>ἑδώλια</i> είναι τα καθίσματα κωπηλασίας ή ακριβέστερα το ημικατάστρωμα πλοίου, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''ἑδώλιον:''' τό ([[ἕδος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κάθισμα]], [[κυρίως]] στον πληθ., καθίσματα, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> σ' ένα [[πλοίο]], <i>ἑδώλια</i> είναι τα καθίσματα κωπηλασίας ή ακριβέστερα το ημικατάστρωμα πλοίου, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑδώλιον:''' τό<b class="num">1)</b> pl. местопребывание, жилище (νυμφικά Aesch.; πατρός Soph.): πωλικὰ ἑδώλια Aesch. девичьи покои;<br /><b class="num">2)</b> pl. скамьи для гребцов Soph.;<br /><b class="num">3)</b> pl. палуба Her., Eur.;<br /><b class="num">4)</b> основание, низ (ἱστοῦ Arst.). | |||
}} | }} |