Anonymous

ἑδώλιον: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑδώλιον:''' τό ([[ἕδος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κάθισμα]], [[κυρίως]] στον πληθ., καθίσματα, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> σ' ένα [[πλοίο]], <i>ἑδώλια</i> είναι τα καθίσματα κωπηλασίας ή ακριβέστερα το ημικατάστρωμα πλοίου, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''ἑδώλιον:''' τό ([[ἕδος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κάθισμα]], [[κυρίως]] στον πληθ., καθίσματα, σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> σ' ένα [[πλοίο]], <i>ἑδώλια</i> είναι τα καθίσματα κωπηλασίας ή ακριβέστερα το ημικατάστρωμα πλοίου, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑδώλιον:''' τό<b class="num">1)</b> pl. местопребывание, жилище (νυμφικά Aesch.; πατρός Soph.): πωλικὰ ἑδώλια Aesch. девичьи покои;<br /><b class="num">2)</b> pl. скамьи для гребцов Soph.;<br /><b class="num">3)</b> pl. палуба Her., Eur.;<br /><b class="num">4)</b> основание, низ (ἱστοῦ Arst.).
}}
}}