Anonymous

ἐκκαθαίρω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκᾰθαίρω:''' μέλ. <i>-κᾰθᾰρῶ</i>, [[καθαρίζω]] εντελώς.<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. του πράγμ. που καθαρίζεται, [[καθαρίζω]] τάφρους κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χθόνα ἐκκαθαίρει κνωδάλων</i>, καθαρίζει, απαλλάσσει αυτή τη [[χώρα]] από τέρατα, σε Αισχύλ. — Παθ., καθαρίζομαι εντελώς, εξαγνίζομαι, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. που δηλώνει την [[ακαθαρσία]] που έχει αφαιρεθεί, [[ξεκαθαρίζω]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐκκᾰθαίρω:''' μέλ. <i>-κᾰθᾰρῶ</i>, [[καθαρίζω]] εντελώς.<br /><b class="num">1.</b> με αιτ. του πράγμ. που καθαρίζεται, [[καθαρίζω]] τάφρους κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χθόνα ἐκκαθαίρει κνωδάλων</i>, καθαρίζει, απαλλάσσει αυτή τη [[χώρα]] από τέρατα, σε Αισχύλ. — Παθ., καθαρίζομαι εντελώς, εξαγνίζομαι, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. που δηλώνει την [[ακαθαρσία]] που έχει αφαιρεθεί, [[ξεκαθαρίζω]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκᾰθαίρω:''' (aor. ἐκκάθηρα)<br /><b class="num">1)</b> очищать (οὐρούς Hom.; κοιλίην Her.; τὴν χθόνα κνωδάλων βροτοφθόρων Aesch.; ἑαυτὸν [[ἀπό]] τινος NT);<br /><b class="num">2)</b> начищать до блеска (ἀσπίδες ἐκκεκαθαρμέναι Xen.);<br /><b class="num">3)</b> тщательно чистить, отделывать (τινὰ [[ὥσπερ]] ἀνδριάντα Plat.);<br /><b class="num">4)</b> вычищать, убирать (τὰ λυμαινόμενα θηρία Arst.; πηλόν Plut.);<br /><b class="num">5)</b> перен. удалять, искоренять, изгонять (ὕβριν ἅπασαν Plut.);<br /><b class="num">6)</b> выверять: δαπάνης ἐκκαθᾶραι λογισμόν Plut. проверить счет расходов.
}}
}}