Anonymous

ἐκλαγχάνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, [[κερδίζω]] με λαχνό ή σε [[κλήρωση]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐκλαγχάνω:''' μέλ. <i>-λήξομαι</i>, [[κερδίζω]] με λαχνό ή σε [[κλήρωση]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκλαγχάνω:''' (fut. ἐκλήξομαι, aor. 2 ἐξέλαχον) получать в удел, обретать (τὸν αὐτὸν δαίμον᾽ ἐξειληχότες Soph.; κακῶν [[μέρος]] Arph.).
}}
}}