Anonymous

ἐκκυλίνδω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκῠλίνδω:''' μέλ. -[[κυλίσω]] [ῑ]· Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐξεκυλίσθην</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κυλώ]] προς τα έξω, σε Αριστοφ.· [[ανατρέπω]], [[συντρίβω]], σε Ανθ. — Παθ., <i>ἐκ δίφροιο ἐξεκυλίσθη</i>, κύλισε [[κατακέφαλα]] από το [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξάγω]], [[απελευθερώνω]], [[ξεμπλέκω]] — Παθ., απελευθερώνομαι, <i>τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης</i>, σε Αισχύλ.· <i>ἐκκυλισθῆναι εἰς ἔρωτας</i>, «[[βουτώ]]», «[[πέφτω]]» με τα μούτρα σε ερωτικές περιπέτειες, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐκκῠλίνδω:''' μέλ. -[[κυλίσω]] [ῑ]· Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐξεκυλίσθην</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κυλώ]] προς τα έξω, σε Αριστοφ.· [[ανατρέπω]], [[συντρίβω]], σε Ανθ. — Παθ., <i>ἐκ δίφροιο ἐξεκυλίσθη</i>, κύλισε [[κατακέφαλα]] από το [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξάγω]], [[απελευθερώνω]], [[ξεμπλέκω]] — Παθ., απελευθερώνομαι, <i>τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης</i>, σε Αισχύλ.· <i>ἐκκυλισθῆναι εἰς ἔρωτας</i>, «[[βουτώ]]», «[[πέφτω]]» με τα μούτρα σε ερωτικές περιπέτειες, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκκῠλίνδω:''' Soph., Arph. = [[ἐκκυλίω]].
}}
}}