3,273,773
edits
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκκῠλίνδω:''' μέλ. -[[κυλίσω]] [ῑ]· Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐξεκυλίσθην</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κυλώ]] προς τα έξω, σε Αριστοφ.· [[ανατρέπω]], [[συντρίβω]], σε Ανθ. — Παθ., <i>ἐκ δίφροιο ἐξεκυλίσθη</i>, κύλισε [[κατακέφαλα]] από το [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξάγω]], [[απελευθερώνω]], [[ξεμπλέκω]] — Παθ., απελευθερώνομαι, <i>τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης</i>, σε Αισχύλ.· <i>ἐκκυλισθῆναι εἰς ἔρωτας</i>, «[[βουτώ]]», «[[πέφτω]]» με τα μούτρα σε ερωτικές περιπέτειες, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἐκκῠλίνδω:''' μέλ. -[[κυλίσω]] [ῑ]· Παθ. αόρ. αʹ <i>ἐξεκυλίσθην</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κυλώ]] προς τα έξω, σε Αριστοφ.· [[ανατρέπω]], [[συντρίβω]], σε Ανθ. — Παθ., <i>ἐκ δίφροιο ἐξεκυλίσθη</i>, κύλισε [[κατακέφαλα]] από το [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξάγω]], [[απελευθερώνω]], [[ξεμπλέκω]] — Παθ., απελευθερώνομαι, <i>τῆσδ' ἐκκυλισθήσει τύχης</i>, σε Αισχύλ.· <i>ἐκκυλισθῆναι εἰς ἔρωτας</i>, «[[βουτώ]]», «[[πέφτω]]» με τα μούτρα σε ερωτικές περιπέτειες, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκκῠλίνδω:''' Soph., Arph. = [[ἐκκυλίω]]. | |||
}} | }} |