Anonymous

ἐκμανθάνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκμανθάνω:''' μέλ. <i>-μᾰθήσομαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[μαθαίνω]] [[κάτι]] τέλεια, και στους ιστορικούς χρόνους, [[γνωρίζω]] [[κάτι]] στην [[εντέλεια]], [[γνωρίζω]] [[πάρα]] [[πολύ]] [[καλά]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[εξακριβώνω]], [[εξετάζω]] διεξοδικά, [[ερευνώ]] προσεκτικά, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐκμανθάνω:''' μέλ. <i>-μᾰθήσομαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[μαθαίνω]] [[κάτι]] τέλεια, και στους ιστορικούς χρόνους, [[γνωρίζω]] [[κάτι]] στην [[εντέλεια]], [[γνωρίζω]] [[πάρα]] [[πολύ]] [[καλά]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[εξακριβώνω]], [[εξετάζω]] διεξοδικά, [[ερευνώ]] προσεκτικά, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκμανθάνω:''' (fut. ἐκμαθήσομαι)<br /><b class="num">1)</b> основательно изучать (τι Aesch., Her., Eur., Plut., Luc.);<br /><b class="num">2)</b> узнавать (τι [[ἀπό]] τινος Aesch. и τί τινος или τι [[παρά]] τινος Soph.); в aor. и pf. (у)знать (ἐκμαθεῖν τὸ φρόνημά τινος Her.; ἐκ δέλτων ἐκμεμαθηκέναι τι Plat.);<br /><b class="num">3)</b> заучивать (ποιητὰς ὅλους Plat.; λόγους ῥητορικούς Arst.);<br /><b class="num">4)</b> прочно усваивать, проникаться (τὴν ἔχθραν τὴν ὑπάρχουσαν πρός τινα Isocr.).
}}
}}