Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκβράζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκβράζω:''' ή -[[βράσσω]], μέλ. <i>-βράσω</i>, [[βγάζω]] αφρό, [[αφρίζω]], λέγεται για τη [[θάλασσα]] — Παθ. λέγεται για πλοία, ξεβράζομαι στη [[ξηρά]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐκβράζω:''' ή -[[βράσσω]], μέλ. <i>-βράσω</i>, [[βγάζω]] αφρό, [[αφρίζω]], λέγεται για τη [[θάλασσα]] — Παθ. λέγεται για πλοία, ξεβράζομαι στη [[ξηρά]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκβράζω:''' и [[ἐκβράσσω]] (о волнах) выбрасывать на берег (χρυσέα ποτήρια ἐκβρασσόμενα Her.; [[ναῦς]] ἐκβρασθεῖσα Diod.): οἱ Μεσσάπιοι, καθ᾽ οὓς ἐξεβράσθη Plut. мессапии, на берег которых его выбросило морем.
}}
}}