Anonymous

ἐκπηνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπηνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>· [[γνέθω]], [[πλέκω]], [[κλώθω]]· μεταφ. λέγεται για συνήγορο, [[αὐτοῦ]] ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], θα τα αφαιρέσει, θα τα απομακρύνει από αυτόν μέσω τεχνασμάτων, μέσω στρεψοδικίας, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐκπηνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>· [[γνέθω]], [[πλέκω]], [[κλώθω]]· μεταφ. λέγεται για συνήγορο, [[αὐτοῦ]] ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], θα τα αφαιρέσει, θα τα απομακρύνει από αυτόν μέσω τεχνασμάτων, μέσω στρεψοδικίας, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκπηνίζομαι:''' <b class="num">1)</b> разматывать, тянуть нить, прясть (οἱ ἀράχναι πολὺ ἐκπηνίζονται Arst.);<br /><b class="num">2)</b> перен. ирон. выматывать обратно, т. е. заставлять вернуть (τι Arph.).
}}
}}