Anonymous

ἐκπορεύω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπορεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, κάνω κάποιο να βγει έξω, [[βγάζω]] έξω, [[εξάγω]], σε Ευρ. — Μέσ., με Μέσ. μέλ. και Παθ. αόρ. αʹ, [[εξέρχομαι]], εξάγομαι, [[βαδίζω]] προς τα έξω, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐκπορεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, κάνω κάποιο να βγει έξω, [[βγάζω]] έξω, [[εξάγω]], σε Ευρ. — Μέσ., με Μέσ. μέλ. και Παθ. αόρ. αʹ, [[εξέρχομαι]], εξάγομαι, [[βαδίζω]] προς τα έξω, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκπορεύω:''' <b class="num">1)</b> заставлять или просить выйти, выводить, вызывать (τινά δόμων Eur.);<br /><b class="num">2)</b> med. выходить, удаляться, отправляться (ἐπὶ λείαν Xen.; ἐκ τοῦ χάρακος Polyb.; διὰ τῶν θυρῶν Plut.; εἰς ὁδὸν NT): ἐκπορευόμενοι τὸ [[βουλευτήριον]] Polyb. покинув совещательную комнату.
}}
}}