Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εἰδωλοποιέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰδωλοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σχηματίζω]] μια [[εικόνα]] στο [[μυαλό]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''εἰδωλοποιέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σχηματίζω]] μια [[εικόνα]] στο [[μυαλό]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰδωλοποιέω:''' (тж. εἴδωλα εἰ. Plat.) создавать образы, изображать, воспроизводить (τι Arst., Plut.); pass. быть изображаемым, изображаться (κατὰ τὴν τοῦ χαρακτῆρος ὁμοιότητα Diod.).
}}
}}