Anonymous

ἐκνεάζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκνεάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξαναφυτρώνω]]<br /><b>2.</b> [[αποδίδω]] από τη νέα [[σοδειά]] τον σπόρο που δανείστηκα.
|mltxt=[[ἐκνεάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξαναφυτρώνω]]<br /><b>2.</b> [[αποδίδω]] από τη νέα [[σοδειά]] τον σπόρο που δανείστηκα.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκνεάζω:''' (воз)обновляться, вырастать заново ([[σπόρος]] κατ᾽ [[ἔτος]] ἐκνεάζων Luc.).
}}
}}