Anonymous

ἐκτοπίζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκτοπίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, μετακινούμαι, [[μεταναστεύω]] από ένα [[μέρος]], [[φεύγω]] [[μακριά]] στο εξωτερικό, όπως το [[ἀποδημέω]], σε Αριστ.· μεταφ., λέγεται για αγορητές, [[βγαίνω]] έξω από το [[θέμα]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἐκτοπίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, μετακινούμαι, [[μεταναστεύω]] από ένα [[μέρος]], [[φεύγω]] [[μακριά]] στο εξωτερικό, όπως το [[ἀποδημέω]], σε Αριστ.· μεταφ., λέγεται για αγορητές, [[βγαίνω]] έξω από το [[θέμα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκτοπίζω:''' <b class="num">1)</b> (тж. ἐ. ἑαυτόν Arst., Polyb.) уходить, переходить, переселяться (ἀπὸ τῆς οἰκείας и εἰς τὸν Πόντον Arst.);<br /><b class="num">2)</b> покидать, оставлять (τι Plut., Diog. L.);<br /><b class="num">3)</b> (в речи) отступать от темы, отклоняться Arst.
}}
}}