Anonymous

ἐκσείω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκσείω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κουνώ]], [[εκτρέπω]], <i>τι τινος</i>, σε Ηρόδ. — Παθ., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐκσείω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κουνώ]], [[εκτρέπω]], <i>τι τινος</i>, σε Ηρόδ. — Παθ., σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκσείω:''' <b class="num">1)</b> вытряхивать (λαβόμενος τῆς κεφαλῆς ἐκσείει Her.; ἐκσεσεῖσθαι [[χαμᾶζε]] Arph.; ὑπὸ πνευμάτων ἐκσεισθῆναι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> отряхивать (τὸ [[ἱμάτιον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> досл. стряхивать, перен. лишать (τινά τινος Plut.);<br /><b class="num">4)</b> отбрасывать, отвергать (τοῖς θορύβοις τι Diod.).
}}
}}