Anonymous

ἐκφροντίζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκφροντίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, [[συλλογίζομαι]], [[σκέπτομαι]], [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]], [[επινοώ]], Λατ. excogitare, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐκφροντίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i>, [[συλλογίζομαι]], [[σκέπτομαι]], [[βρίσκω]], [[ανακαλύπτω]], [[επινοώ]], Λατ. excogitare, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκφροντίζω:''' выдумывать, придумывать (Eur., Plut.; τι Thuc., Arph.).
}}
}}