Anonymous

ἔκφυλος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκφῡλος:''' -ον ([[φυλή]]), αυτός που βρίσκεται [[εκτός]] φυλής, [[ξένος]], μεταφ. [[αλλόφυλος]], [[αλλοεθνής]], [[παράξενος]], [[αλλόκοτος]], [[αφύσικος]], [[ασυνήθης]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἔκφῡλος:''' -ον ([[φυλή]]), αυτός που βρίσκεται [[εκτός]] φυλής, [[ξένος]], μεταφ. [[αλλόφυλος]], [[αλλοεθνής]], [[παράξενος]], [[αλλόκοτος]], [[αφύσικος]], [[ασυνήθης]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκφῡλος:''' <b class="num">1)</b> иноплеменный, чужой (βαρβαρικὸς καὶ ἔ. Plut.; [[ὄνομα]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> неестественный, необычайный (ἔ. καὶ [[δυσπρόσοπτος]] [[ὄψις]] Plut.).
}}
}}