Anonymous

ἐκπρέπω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπρέπω:''' είμαι [[εξαιρετικός]] σε [[κάτι]], [[διαπρέπω]], [[υπερέχω]], <i>τινί</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐκπρέπω:''' είμαι [[εξαιρετικός]] σε [[κάτι]], [[διαπρέπω]], [[υπερέχω]], <i>τινί</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκπρέπω:''' выделяться, превосходить (εὐψυχίᾳ πασῶν γυναικῶν Eur.).
}}
}}