Anonymous

ἑλικοδρόμος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑλῐκοδρόμος:''' -ον, αυτός που τρέχει στριφογυριστά, [[κυκλικός]], [[περιστροφικός]], [[ελικοειδής]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἑλῐκοδρόμος:''' -ον, αυτός που τρέχει στριφογυριστά, [[κυκλικός]], [[περιστροφικός]], [[ελικοειδής]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑλῐκοδρόμος:''' вращающийся ([[τροχός]] Eur. - v. l. ἕλκει δρόμον).
}}
}}