Anonymous

ἑλώδης: Difference between revisions

From LSJ
2
(11)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[ἑλώδης]], -ες)<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] έλη<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλείται από το [[έλος]] («[[ελώδης]] [[πυρετός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ελόβιος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ελώδης]]<br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κυφοειδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑλῶδες</i><br />[[έλος]], [[βαλτότοπος]].
|mltxt=-ες (AM [[ἑλώδης]], -ες)<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] έλη<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλείται από το [[έλος]] («[[ελώδης]] [[πυρετός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ελόβιος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ελώδης]]<br />[[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κυφοειδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑλῶδες</i><br />[[έλος]], [[βαλτότοπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑλώδης:''' <b class="num">1)</b> болотистый (τόποι Arst., Plut.): τὰ ἑλώδη Arst. = ἑλώδεις τόποι;<br /><b class="num">2)</b> живущий в болотистых местах, болотный ([[ζῷον]] Arst.).
}}
}}