Anonymous

ἐμβατεύω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμβᾰτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ἐμβάτης]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εισέρχομαι]], [[μπαίνω]] ή [[πατώ]] μέσα, [[συχνάζω]] σε ένα [[μέρος]], το [[στοιχειώνω]], με αιτ., λέγεται για προστάτες θεούς, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν. [[απλώς]], [[βάζω]] το [[πόδι]] μου [[επάνω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐμβατ. κλήρους</i>, [[λαμβάνω]], τους ακοπτώ, σε Ευρ.· ομοίως και, <i>ἐμβ. εἴς τι</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''ἐμβᾰτεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ἐμβάτης]])·<br /><b class="num">I.</b> [[εισέρχομαι]], [[μπαίνω]] ή [[πατώ]] μέσα, [[συχνάζω]] σε ένα [[μέρος]], το [[στοιχειώνω]], με αιτ., λέγεται για προστάτες θεούς, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν. [[απλώς]], [[βάζω]] το [[πόδι]] μου [[επάνω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐμβατ. κλήρους</i>, [[λαμβάνω]], τους ακοπτώ, σε Ευρ.· ομοίως και, <i>ἐμβ. εἴς τι</i>, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμβᾰτεύω:''' (= [[ἐμβαίνω]])<br /><b class="num">1)</b> входить, вступать, приходить (νῆσον Aesch.; ναόν, πόλιν Eur.; πατρίδος Soph.);<br /><b class="num">2)</b> вступать во владение (κλήρους χθονός Eur.; εἰς τὸ [[χωρίον]] Isae.; εἰς τὴν οὐσίαν Dem.).
}}
}}