Anonymous

ἐκτροπή: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκτροπή:''' ἡ ([[ἐκτρέπω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αλλαγή]], [[μεταβολή]] πορείας ή [[στροφή]] προς τα πλάγια ([[δεξιά]], αριστερά), σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (από Μέσ.) [[στροφή]] προς τα πλάγια, [[αποφυγή]], <i>μόχθων</i>, από τους κόπους, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἐκτρ. ὁδοῦ</i>, [[μέρος]] στο οποίο μπορεί [[κάποιος]] να βγει έξω από το δρόμο, [[τόπος]] ανάπαυσης, [[καταφύγιο]], παράμερο [[μέρος]], [[μονοπάτι]], Λατ. [[deverticulum]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐκτροπή:''' ἡ ([[ἐκτρέπω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αλλαγή]], [[μεταβολή]] πορείας ή [[στροφή]] προς τα πλάγια ([[δεξιά]], αριστερά), σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (από Μέσ.) [[στροφή]] προς τα πλάγια, [[αποφυγή]], <i>μόχθων</i>, από τους κόπους, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἐκτρ. ὁδοῦ</i>, [[μέρος]] στο οποίο μπορεί [[κάποιος]] να βγει έξω από το δρόμο, [[τόπος]] ανάπαυσης, [[καταφύγιο]], παράμερο [[μέρος]], [[μονοπάτι]], Λατ. [[deverticulum]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκτροπή:''' ἡ<b class="num">1)</b> отведение, отвод ([[ὕδατος]] Thuc.; pl. τῶν χιόνων ἐπὶ τὴν χώραν Polyb.; перен. τῶν νόσων εἰς τὰ μὴ [[κύρια]] μέρη τοῦ σώματος Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (пред)отвращение, предупреждение, отклонение (μόχθων Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> (тж. ἐ. λόγου Aeschin.) отступление, уклонение в сторону Plat.: [[αὖτις]] ἐπὶ τὴν ἐκτροπὴν ἐπάνιμεν Polyb. сейчас мы вернемся к вопросу, от которого отвлеклись;<br /><b class="num">4)</b> поворот: ἐ. (τῆς) ὁδοῦ Arph., Xen., Plut. поворот дороги, место отдыха или привала;<br /><b class="num">5)</b> боковая тропа (σκολιαὶ ἐκτροπαί Diod.).
}}
}}