Anonymous

ἑλκτικός: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑλκτικός:''' -ή, -όν ([[ἕλκω]]), αυτός που έλκει, που τραβά, [[ελκυστικός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἑλκτικός:''' -ή, -όν ([[ἕλκω]]), αυτός που έλκει, που τραβά, [[ελκυστικός]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑλκτικός:''' тянущий, влекущий (πρός τι Plat.).
}}
}}