Anonymous

ἐλεφαίρομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλεφαίρομαι:''' μτχ. αορ. αʹ [[ἐλεφηράμενος]], Επικ. αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[εξαπατώ]] με άδειες, κενές, μάταιες, φρούδες ελπίδες, λέγεται για τα απατηλά, ψεύτικα όνειρα που έρχονται μέσω της ελεφάντινης πύλης ([[ἐλέφας]]), σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, [[εξαπατώ]], [[βλάπτω]], [[πληγώνω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταστρέφω]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἐλεφαίρομαι:''' μτχ. αορ. αʹ [[ἐλεφηράμενος]], Επικ. αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[εξαπατώ]] με άδειες, κενές, μάταιες, φρούδες ελπίδες, λέγεται για τα απατηλά, ψεύτικα όνειρα που έρχονται μέσω της ελεφάντινης πύλης ([[ἐλέφας]]), σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, [[εξαπατώ]], [[βλάπτω]], [[πληγώνω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταστρέφω]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλεφαίρομαι:''' <b class="num">1)</b> вводить в заблуждение, обманом завлекать (πύλαι ὀνείρων ἐλεφαίρονται Hom.): οὐκ Ἀθηναίην [[ἐλεφηράμενος]] λαθ᾽ [[Ἀπόλλων]] Τυδείδην Hom. от Афины не ускользнула хитрость, которой Аполлон хотел погубить Тидида;<br /><b class="num">2)</b> уничтожать, губить (φῦλ᾽ ἀνθρώπων Hes.).
}}
}}