Anonymous

ἐμπόριον: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπόριον:''' τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> Λατ. [[emporium]], [[τόπος]] εμπορίου, εμπορικό [[κέντρο]], [[αγορά]], όπως αυτή που δημιουργήθηκε από τους Φοίνικες και τους Καρχηδονίους, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τὸ ἐμπ</i>., στην Αθήνα, εμπορεύσιμα [[αγαθά]], [[μέρος]] στο οποίο οι έμποροι συγκεντρώνονταν, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐμπόρια</i>, <i>τά</i>, εμπορεύματα, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐμπόριον:''' τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> Λατ. [[emporium]], [[τόπος]] εμπορίου, εμπορικό [[κέντρο]], [[αγορά]], όπως αυτή που δημιουργήθηκε από τους Φοίνικες και τους Καρχηδονίους, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>τὸ ἐμπ</i>., στην Αθήνα, εμπορεύσιμα [[αγαθά]], [[μέρος]] στο οποίο οι έμποροι συγκεντρώνονταν, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἐμπόρια</i>, <i>τά</i>, εμπορεύματα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπόριον:''' τὸ<br /><b class="num">1)</b> эмпорий, торговый центр или порт Thuc., Xen., Lys., Arst., Dem., Diod., Plut.: τοῦ ἐμπορίου προστάται Her. и ἐπιμελεταί Dem. смотрители эмпория;<br /><b class="num">2)</b> pl. товар (κατὰ γῆν δέχεσθαι ἐμπόρια Xen.).
}}
}}