Anonymous

ἐκτυφλόω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκτυφλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] κάποιον εντελώς τυφλό, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐκτυφλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] κάποιον εντελώς τυφλό, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκτυφλόω:''' <b class="num">1)</b> лишать зрения, ослеплять (τινα Batr., Arph., Xen.; ὁ ἐκτετυφλωμένος [[Κύκλωψ]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> затемнять, помрачать (ἐκτυφλωθέντες σκότω λαμπτῆρες Aesch.).
}}
}}