Anonymous

ἐμμενετικός: Difference between revisions

From LSJ
2
(11)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμμενετικός]], -ή, -όν και [[ἐμμενητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που μένει [[σταθερός]] σε [[κάτι]].
|mltxt=[[ἐμμενετικός]], -ή, -όν και [[ἐμμενητικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που μένει [[σταθερός]] σε [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμμενετικός:''' неуклонный, стойкий, упорствующий (τῷ λογισμῷ, τῇ δόξή Arst.).
}}
}}