Anonymous

ἐμπεδόω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπεδόω:''' παρατ. <i>ἠμπέδουν</i>, μέλ. <i>-ώσω</i>, [[στερεώνω]] [[κάτι]] στο [[έδαφος]]· γενικά, [[καθιστώ]] [[κάτι]] σταθερό και [[στέρεο]], [[εδραιώνω]], [[παγιώνω]], σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''ἐμπεδόω:''' παρατ. <i>ἠμπέδουν</i>, μέλ. <i>-ώσω</i>, [[στερεώνω]] [[κάτι]] στο [[έδαφος]]· γενικά, [[καθιστώ]] [[κάτι]] σταθερό και [[στέρεο]], [[εδραιώνω]], [[παγιώνω]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπεδόω:''' <b class="num">1)</b> нерушимо хранить, твердо соблюдать (ὅρκους καὶ δεξιάς τινι Xen.; ὅρκον Eur.; σπονδάς Xen., Plut.; τὰ ὁρκωμόσιά τε καὶ ὑποσχέσεις Plat.; συνθήκας Polyb.; εἰρήνην Plut.);<br /><b class="num">2)</b> обеспечивать (τὴν βασιλείαν τινί Plut.; med. τὴν ἀσφάλειαν Luc.).
}}
}}