Anonymous

ἐμμαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμμαίνομαι:''' (ἐν), αποθ., [[γίνομαι]] [[έξαλλος]], εξοργίζομαι με [[κάτι]], με δοτ., σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἐμμαίνομαι:''' (ἐν), αποθ., [[γίνομαι]] [[έξαλλος]], εξοργίζομαι με [[κάτι]], με δοτ., σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμμαίνομαι:''' неистовствовать (τινι NT).
}}
}}