Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐμβρέμομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(11)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμβρέμομαι]] (Α)<br />ηχώ [[δυνατά]] («ἀνέμοιο δὲ δεινὸς [[ἀήτης]] ἰστίῳ ἐμβρέμεται» — [[φοβερός]] [[άνεμος]] σφυρίζει [[μέσα]] στα πανιά του πλοίου).
|mltxt=[[ἐμβρέμομαι]] (Α)<br />ηχώ [[δυνατά]] («ἀνέμοιο δὲ δεινὸς [[ἀήτης]] ἰστίῳ ἐμβρέμεται» — [[φοβερός]] [[άνεμος]] σφυρίζει [[μέσα]] στα πανιά του πλοίου).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμβρέμομαι:''' (в чем-л.) дрожать, гудеть (ἀνέμοιο [[ἀήτης]] ἱστίῳ ἐμβρέμεται Hom.).
}}
}}