Anonymous

ἐμπελάζω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπελάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> (<i>ἐν</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[φέρνω]] κοντά, [[ζυγώνω]], σε Ησίοδ. — Παθ., [[έρχομαι]] κοντά, [[πλησιάζω]], με γεν., σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. σε Ενεργ. ως Παθ., [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]], με δοτ., σε Ύμν. Ομηρ., σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐμπελάζω:''' μέλ. <i>-σω</i> (<i>ἐν</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[φέρνω]] κοντά, [[ζυγώνω]], σε Ησίοδ. — Παθ., [[έρχομαι]] κοντά, [[πλησιάζω]], με γεν., σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. σε Ενεργ. ως Παθ., [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]], με δοτ., σε Ύμν. Ομηρ., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπελάζω:''' <b class="num">1)</b> сближать (для боя), смыкать (δίφρους Hes.); pass. приближаться (τῆς κοίτης τινὸς ἔμπελαοθῆναι Soph.);<br /><b class="num">2)</b> приближаться, близко подходить (τινί HH, Soph., Arst.).
}}
}}