Anonymous

ἔλδομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔλδομαι:''' Επικ. [[ἐέλδομαι]], μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[επιθυμώ]], [[ποθώ]] να κάνω [[κάτι]], με απαρ., σε Όμηρ.· με γεν., [[λαχταρώ]], [[επιθυμώ]] διακαώς [[κάτι]], στον ίδ.· με αιτ., [[επιθυμώ]], [[ποθώ]], στον ίδ. — ως Παθ., [[νῦν]] [[τοι]] ἐελδέσθω [[πόλεμος]], ας είναι [[τώρα]] ο [[πόλεμος]] [[ευπρόσδεκτος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἔλδομαι:''' Επικ. [[ἐέλδομαι]], μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[επιθυμώ]], [[ποθώ]] να κάνω [[κάτι]], με απαρ., σε Όμηρ.· με γεν., [[λαχταρώ]], [[επιθυμώ]] διακαώς [[κάτι]], στον ίδ.· με αιτ., [[επιθυμώ]], [[ποθώ]], στον ίδ. — ως Παθ., [[νῦν]] [[τοι]] ἐελδέσθω [[πόλεμος]], ας είναι [[τώρα]] ο [[πόλεμος]] [[ευπρόσδεκτος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔλδομαι:''' эп.-ион. тж. [[ἐέλδομαι]] (только praes. и impf.)<br /><b class="num">1)</b> med. желать, жаждать (τινος Hom., Hes. и τι Hom.; [[ἰδέσθαι]] τινά Hom.; ἄεθλα γαρύεν Pind.): [[σφῶϊν]] ἐελδομένοισιν [[ἱκάνω]] οἴοσι Hom. только вам обоим и желателен мой приход;<br /><b class="num">2)</b> med. стремиться, устремляться (πεδίοιο ἐλδόμενος Hom.);<br /><b class="num">3)</b> pass. быть предметом желания, быть угодным (τινι Hom.).
}}
}}