Anonymous

ἐνάμιλλος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνάμιλλος:''' [ᾰ], -ον ([[ἅμιλλα]]), αυτός που μπορεί να αγωνισθεί ή να συγκριθεί με κάποιον, [[ισοδύναμος]], [[ισάξιος]], <i>τινι</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐνάμιλλος:''' [ᾰ], -ον ([[ἅμιλλα]]), αυτός που μπορεί να αγωνισθεί ή να συγκριθεί με κάποιον, [[ισοδύναμος]], [[ισάξιος]], <i>τινι</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνάμιλλος:''' (ᾰ) досл. вступающий или вступивший в соревнование, перен. успешно соперничающий, не уступающий (τινί τι Plat., Isocr., τινι εἴς τι Plat. и τινι πρός τι Plat., Arst.): δεινῶν ὄντων, ὧν ἠκούσατε, τὰ λοιπὰ ἐνάμιλλα τούτοις Dem. если то, что вы услышали, ужасно, то (и) остальное этому подстать.
}}
}}