Anonymous

ἐναποκλάω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐναποκλάω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σπάζω]] την [[ασπίδα]] από τη μέσα [[πλευρά]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐναποκλάω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σπάζω]] την [[ασπίδα]] από τη μέσα [[πλευρά]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐναποκλάω:''' ломать, переламывать (δοράτια ἐναποκέκλαστο, sc. ἐν τοῖς πίλοις Thuc.).
}}
}}