Anonymous

ἔμπληκτος: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔμπληκτος:''' -ον ([[ἐμπλήσσω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[έκπληκτος]], [[κατάπληκτος]], θορυβημένος, Λατ. [[attonitus]], σε Ξεν., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ασταθής]], [[ιδιότροπος]], [[παράξενος]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-τως</i>, απερίσκεπτα, παράτολμα· τὸ [[ἐμπλήκτως]] [[ὀξύ]], με αιφνιδιαστική [[ταχύτητα]] κίνησης, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἔμπληκτος:''' -ον ([[ἐμπλήσσω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[έκπληκτος]], [[κατάπληκτος]], θορυβημένος, Λατ. [[attonitus]], σε Ξεν., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ασταθής]], [[ιδιότροπος]], [[παράξενος]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-τως</i>, απερίσκεπτα, παράτολμα· τὸ [[ἐμπλήκτως]] [[ὀξύ]], με αιφνιδιαστική [[ταχύτητα]] κίνησης, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔμπληκτος:''' <b class="num">1)</b> ошеломленный, напуганный (ὑπὸ τῶν κυνῶν Xen.);<br /><b class="num">2)</b> неразумный, безрассудный (ἔ. τε καὶ [[ἀστάθμητος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> легкомысленный, непостоянный (βροτοί Soph.);<br /><b class="num">4)</b> превратный (sc. αἱ τύχαι Eur.).
}}
}}