Anonymous

ἔνδυμα: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔνδῠμα:''' -ατος, τό ([[ἐνδύω]]), [[ένδυμα]], [[ρούχο]], [[ιμάτιο]], σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
|lsmtext='''ἔνδῠμα:''' -ατος, τό ([[ἐνδύω]]), [[ένδυμα]], [[ρούχο]], [[ιμάτιο]], σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔνδυμα:''' ατος τό Plut., NT = [[ἐνδυτόν]].
}}
}}