Anonymous

ἐμπλόκιον: Difference between revisions

From LSJ
2
(11)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπλόκιον]], το και [[ἐμπλόκια]], τα (Α)<br /><b>1.</b> [[τρόπος]] κόμμωσης<br /><b>2.</b> κοσμήματα που ενέπλεκαν στα μαλλιά τους [[κατά]] την [[κόμμωση]].
|mltxt=[[ἐμπλόκιον]], το και [[ἐμπλόκια]], τα (Α)<br /><b>1.</b> [[τρόπος]] κόμμωσης<br /><b>2.</b> κοσμήματα που ενέπλεκαν στα μαλλιά τους [[κατά]] την [[κόμμωση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπλόκιον:''' τό эмплокий (род женской прически) Plut.
}}
}}