Anonymous

ἐνευδαιμονέω: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνευδαιμονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[ευτυχισμένος]] στην [[ζωή]] μου, [[ευτυχώ]], [[ευημερώ]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐνευδαιμονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[ευτυχισμένος]] στην [[ζωή]] μου, [[ευτυχώ]], [[ευημερώ]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνευδαιμονέω:''' (в чем-л. или чем-л.) быть счастливым, наслаждаться счастьем Thuc., Diod.
}}
}}