Anonymous

ἐνηδύνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(12)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνηδύνω]] (AM)<br />[[προκαλώ]] ευχάριστο [[συναίσθημα]], [[τέρπω]], [[ευχαριστώ]] κάποιον ή [[κάτι]]<br />«[[λύρα]]... τὰς ψυχάς ἐνηδὺνουσα» (Μηνιαία).
|mltxt=[[ἐνηδύνω]] (AM)<br />[[προκαλώ]] ευχάριστο [[συναίσθημα]], [[τέρπω]], [[ευχαριστώ]] κάποιον ή [[κάτι]]<br />«[[λύρα]]... τὰς ψυχάς ἐνηδὺνουσα» (Μηνιαία).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνηδύνω:''' услаждать (τὰς ἀκοάς Luc.).
}}
}}