Anonymous

ἐνδιαιτάομαι: Difference between revisions

From LSJ
2
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνδῐαιτάομαι:''' Ιων. -έομαι, αποθ., [[κατοικώ]] ή [[διαμένω]] σε κάποιον [[τόπο]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐνδῐαιτάομαι:''' Ιων. -έομαι, αποθ., [[κατοικώ]] ή [[διαμένω]] σε κάποιον [[τόπο]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνδιαιτάομαι:''' ион. ἐνδιαιτέομαι (где-л.) жить, обитать (ἐν τῷ ἱρῷ Her.; [[παρά]] τινι Thuc.; перен. τῇ ψυχῇ τινος Plut.): χρησιμωτάτη ἐ. [[οἰκία]] Xen. наиболее удобный для жилья дом.
}}
}}